- έκτωρ
- ἕκτωρ, ο, η (Α)1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. τού Διός)(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρα) είδος άγκυραςβ) κεκρύφαλος*γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής τής Τροίας.
Dictionary of Greek. 2013.